Αν τα συναντήσω όλα από την αρχή, πάλι θα λυπηθώ τη σκιά μου, όταν υποφέρω για κάτι ελπίζω να υποφέρω πράγματι ώστε να τελειώσει η ιστορία. Γιατί καθώς βλέπω τη ζωή μου σαν μια θάλασσα που φτάνει στα μάτια μου, θέλω να κοιτάζω πιο πέρα αλλά είναι κάτι που κάθε λίγο πετάγεται και ο αφρός μου καίει τα μάτια, βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.  Δεν θέλω να έχω ανοιχτά τα μάτια. Δεν θέλω να κοιτάζεις στα μάτια μου. Έχω προσέξει πως τα μάτια των ανθρώπων αλλάζουν, τα χειρότερα είναι εκείνα που σε κοιτάνε γελάνε αλλά δεν χαίρονται γιατί δεν αφήνουν τον εαυτό τους να δώσουν. Μόνο θέλουν. Όλοι θέλουν τα πάντα. Τώρα δεν θέλω τίποτα, το ίδιο είναι όμως. Έχω χιόνι στο κομοδίνο μου, έχω ζαρωμένο μέτωπο, και ένα σημάδι στο πλάτη. Μαζεύω όλα όσα έχω, αργά ότι έχω και δεν έχω, ότι δεν έχω δηλαδή, αργά όμως. Και μετά δεν κάνω τίποτα. Δεν δίνω συμβουλές πλέον, όταν δίνεις συμβουλές και δεν παραξενεύεσαι ο ίδιος απ' αυτές, τότε σημαίνει πως δεν αξίζουν να ειπωθούν... δεν κάνω τίποτα, δεν γράφω, αλήθεια. 

φωτογραφια : maciel goelzer
Κάθε στιγμή θυμάμαι κάτι. Θυμάμαι πάντα. Δεν θυμάμαι τα πάντα όμως. Όταν επαναλαμβάνω μια λέξη τρείς φορές αρχίζω και φοβάμαι.  Ανακαλώ ελάχιστα, μου αρκούν. Και μπορώ να περιγράψω όλες τις αναμνήσεις, να τις τσαλακώσω, να τις χώσω στις τσέπες σου, και όταν τις δεις μετά θα νομίσεις πως είναι δικές σου αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις με βρίσκουν. Για αυτό δεν δυσκολεύομαι να μιλήσω για αυτές. Δεν υπάρχουν απερίγραπτες αναμνήσεις. Δεν θέλω να μεγεθύνω τη ζωή. Θέλω να την κάνω μικρή. Να χωρέσει στο χέρι μου. Προς στιγμήν, κατηφορίζω, όπως πάντα, 9 λεπτά. Στο τέλους του δρόμου, υπάρχει η πινακίδα που μου δείχνει τη γειτονιά από όπου κατέβηκα. Και νιώθω δυνατός, σαν κατάφερα να περάσω τα σύνορα… μιας γειτονιάς.

Αν στρίψω αριστερά, και περπατήσω 10 λεπτά, προς πλατεία Αμερικής. Θα βρω μια χαρούμενη οικογένεια που το κίτρινο φως της λάμπας τους κλέβει τη χαρά και μοιάζουν λυπημένοι.
Η κυρία Diana. Μια φορά είχα αρρωστήσει άσχημα, μεσάνυχτα με πήρε στους ώμους της και με πήγε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου έφτασε μισή ώρα μετά λαχανιασμένη. Όταν μαγείρευε παστίτσιο έφερνε το ταψί σπίτι, από τότε μου άρεσε ζεστό το παστίτσιο. Ο κύριος Ναζίμ, έχει γαλάζια μάτια, του αρέσει η ρακί, τα ανέκδοτα. Έχει ήπια φωνή και το χειμώνα φοράει ωραία πουλόβερ. Η J, μου κατουρούσε το κρεβάτι, μου έπαιρνε τα αγαπημένα μου πράγματα και τα έκρυβε στο σπίτι ώστε να παιδεύομαι μέχρι να τα βρω... αυτά, πριν πολλά χρόνια.
Μου αρέσει να σκέφτομαι κάτι παρά να το βλέπω. Όπως μερικές λέξεις που προτιμώ να τις λέω παρά να τις γράφω. Και έτσι δεν θα μάθεις για τις λέξεις μου. Μοντεβίδεο. Δεν κατάφερα να έρθω πάλι. Δεν ήξερα πως μπορώ να φτάσω τόσο εύκολα. Τώρα γυρίζω στην Κοριέντες. Ο ουρανός εδώ είναι                    ,               ,         ,  δεν μπορώ να γράψω άλλα για τον ουρανό. Αν σου χαρίσω τις λέξεις μου δεν μου απομένει τίποτα. Τα ζαχαροπλαστεία πουλάνε λέξεις, τώρα όμως είναι κλειστά. Δεν ανοίγω το Google Earth, φαντάζομαι. Θέλω να έρθω, Μοντεβίδεο, να τους πω να μην βάψει κανείς κανένα κάγκελο, να μην κοιμηθεί κανένας, εγώ όταν βάφω νυστάζω, και βαριέμαι, όταν βαριέμαι βγάζω συμπεράσματα. Είναι το πιο εύκολο. «αύριο» σκέφτηκα πως οι άνθρωποι υπαγορεύουν κανόνες στις ζωές τους. Σήμερα σκέφτηκα πως είναι κανόνας να σκέφτομαι χτες. Και πως όλα αυτά είναι ψέματα λέω. Ρίχνω νερό στην αυλή (στο τσιμέντο). Μέχρι να πάω στο παράθυρο, έχει στεγνώσει το νερό. Να έτσι ξεχνάνε οι άνθρωποι και στεγνώνουν και μετά διψάνε πάλι. 13 μπαλκόνια γύρισαν να με δουν, όλα ανάποδα. Λάθος, 14.